βολοδέρνω

βολοδέρνω
βολοδέρνω, βολόδειρα βλ. πίν. 120

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βολοδέρνω — ειρα, άρθηκα, βολοδαρμένος 1. σπάζω τους βόλους χωραφιού. 2. μτφ., ταλαιπωρώ, βασανίζω: Τον βολοδέρνει η φτώχεια. 3. ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι: Βολοδέρνω από τότε που έφυγα από το σπίτι των γονιών μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νταλοδέρνω — 1. χάνω τη σταθερότητα μου στο βάδισμα, τρικλίζω 2. παραδέρνω, βολοδέρνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πιθ. από συμφυρμό τών νταλώνω + δέρνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”